- φελλαγωγία
- ἡ, Απιθ. (κατά το λεξ. Σούδα) «πανήγυρις ἐπιτελουμένη παρὰ Ῥωμαίοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί φαλλαγώγια (τά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φελλαγωγία — φελλαγωγίᾱ , φελλαγωγία fem nom/voc/acc dual φελλαγωγίᾱ , φελλαγωγία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)